Για μια ανατομία του προαστίου
Βαρβάρα Παπαδοπούλου
Γέννημα-θρέμμα του κέντρου αυτής της πόλης είμαι καταδικασμένη να το αγαπώ. Οικτίρω, βεβαίως τον εαυτό μου κάθε φορά που χρειάζεται να ακροβατήσω ανάμεσα στους όγκους των σκουπιδιών ή μεταξύ των σταθμευμένων επί των πεζοδρομίων οχημάτων, παρ’ όλα αυτά, όμως, βαθιά μέσα μου διατηρώ την πεποίθηση ότι πάνω-κάτω έτσι είναι οι πόλεις: από την εποχή της Ρώμης –της πρώτης αληθινής μητρόπολης που γνώρισε ο κόσμος- οι άνθρωποι συνήθιζαν να γκρινιάζουν για την ρυπαρότητα και την οχλοβοή του άστεως καθώς και να εξιδανικεύουν τη βουκολική ζωή εκτός των τειχών.
Ο όρος «προάστιο», σε μια πρώτη λεξιλογική προσέγγιση, δηλώνει τις έξω από το άστυ περιοχές της πόλης. Συμβαίνει, ωστόσο, οι λέξεις να είναι «κατοικημένες» καθώς έλεγε και ο ρώσος θεωρητικός Μιχαήλ Μπαχτίν, με άλλα λόγια να ενοικούνται από συλλογικά βιώματα, νοοτροπίες, παραδόσεις και ιδεολογίες, το σύνολο των οποίων καθορίζει τις ιδιαίτερες σημασιολογικές φορτίσεις που εν τέλει κουβαλούν στο πλαίσιο κάθε εθνικής γλώσσας. Έτσι, λοιπόν, στην ελληνική γλώσσα ο όρος αυτός φέρει συνδηλώσεις με θετική αξιολογική χροιά, κάτι διόλου αυτονόητο και πάντως ουδόλως χαρακτηριστικό χρήσεων του αντίστοιχου όρου στο πλαίσιο άλλων γλωσσών.
Στα γαλλικά, για παράδειγμα, ο όρος banlieu δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ούτε ένα υποβαθμισμένο ούτε κι ένα υψηλής ποιότητας αστικό περιβάλλον. Μάλιστα, ειδικά για το Παρίσι, ίσως να παραπέμπει με μεγαλύτερη ευκολία στις ζοφερές δορυφορικές πόλεις εκτός των τειχών παρά στην μπουρζουαζία της Boulogne και του Neuilly.
Στα ελληνικά, αντιθέτως, είτε ο λόγος αφορά ένα μικρο-μεσοαστικό προάστιο είτε ένα μεγαλοαστικό, ο όρος συνδηλώνει πάντα συνθήκες αξιοπρεπέστερης –κατά τα κριτήρια που ισχύουν σήμερα στον τόπο μας- διαβίωσης, άρα υποδεικνύει ένα κοινωνικό status των κατοίκων του που τους διακρίνει έναντι εκείνων των συνοικιών ή του κέντρου της Αθήνας.
Ξεκινώντας από αυτή τη ‘μαρτυρία’ της γλώσσας, θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τη φυσιογνωμία των αθηναϊκών προαστίων και να επισημάνουμε τους παράγοντες που την καθορίζουν, διακρίνοντάς την από αυτήν του άστεως. Θα δούμε πώς οι αξίες ζωής της νεοελληνικής κοινωνίας, μ’ άλλα λόγια τα χαρακτηριστικά εκείνα που η συγκεκριμένη κοινωνία αναγνωρίζει ως συστατικά μιας υψηλής ποιότητας ζωής αποτυπώνονται στο χώρο του προαστίου καθιστώντας τον εξόχως δημοφιλή σε ευρύτατο κοινωνικό φάσμα και δικαιολογώντας πλήρως τη θετική συνδήλωση του όρου που μόλις αναφέρθηκε.
Το προάστιο είναι «clean». Στο προάστιο δεν υπάρχει ποτέ τσοντάδικο, όπως δεν υπάρχουν πιάτσα ναρκωτικών και άστεγοι. Μπορεί, βεβαίως, να υπάρχει ξενοδοχείο ΧΧΧ με όνομα του τύπου «Ο ΚΙΣΣΟΣ» αλλά ποτέ ένας χώρος που να κοινωνεί τον ηθικώς προκλητικό χαρακτήρα του στον περαστικό, έστω και μέσα από λογοκριμένες φωτογραφίες και τίτλους. Σε αντίθεση με έναν πορνοκινηματογράφο, ο όποιος «ΚΙΣΣΟΣ» αποτελεί ένα περίκλειστο προς τον έξω κόσμο υπονοούμενο.
Στα προάστια δεν γίνονται ποτέ διαδηλώσεις και γενικευμένες ταραχές. Τα συνομήλικά μου παιδιά (γεννήθηκα το 1967) του Ψυχικού ή της Ν. Σμύρνης δεν φέρουν κανένα βίωμα και καμία παράσταση από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Στην πράξη έχουν την ίδια σχέση με αυτά τα γεγονότα που έχουν και οι κατά μία δεκαετία μεταγενέστεροι. Μοιραζόμενοι, δηλαδή τον ίδιο χρόνο αλλά σε διαφορετικό χώρο, εξισώνονται σε επίπεδο ιστορικής εμπειρίας με τους ανήκοντες σε οποιοδήποτε χρόνο και χώρο. Τα μάτια των παιδιών αυτών δεν θα κλάψουν από δακρυγόνα αλλά και στις παιδικές ζωγραφιές, η Λόλα που τρώει το μήλο δεν θα αναμιχθεί ποτέ με ξυλοδαρμένους φοιτητές από αστυνομικά γκλομπς. Έτσι ο κόσμος εξακολουθεί να είναι αγγελικά πλασμένος και όλα γύρω να μοιάζουν αθώα και ασφαλή.
Δεν ξέρω, μάλιστα, αν θα είχε υπάρξει καν «Πολυτεχνείο» με την έννοια των αλυσιδωτών πολιτικών αντιδράσεων που αυτό προκάλεσε, εάν το Μετσόβιο δεν βρισκόταν εκεί που βρισκόταν: στην καρδιά, δηλαδή, της Αθήνας. Δεν ξέρω, δηλαδή, τι πολιτικό αντίκτυπο θα είχε στην κοινωνία μία φοιτητική εξέγερση στο campus του Ζωγράφου και εν τέλει σε οποιοδήποτε campus, το οποίο εξ ορισμού αποτελεί μία μονάδα αποκομμένη από την πόλη, έχοντας τη φιλοδοξία, στην καλύτερη περίπτωση, να είναι μία πόλη μέσα στην πόλη. Η δημιουργία των campus, ανά τον κόσμο, συνοδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό, αν όχι κατά κύριο λόγο, από ένα ρητό ή άρρητο «εσείς τη μελέτη σας και εμείς την ησυχία μας».
Η επιλογή, ατομική ή πολιτική, να στεγαστεί η ζωή ανθρώπων και θεσμών σε προάστια συνοδεύεται από ομολογημένες ή ανομολόγητες σκέψεις που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των νοοτροπιών. Είναι σαφές, έτσι, ότι σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας κυριαρχεί η επιθυμία –άρα αποτελεί αξία- ένα παιδί να μεγαλώνει μακριά από κάθε είδους πρόκληση και ηθικό ή ατμοσφαιρικό ρύπο. Παρατηρούμε, όμως, ότι στις τάξεις των φορέων αυτής της εν τέλει συντηρητικής αντίληψης προσχωρούν, ω του θαύματος, μέχρι πρότινος μποέμ τύποι, οι οποίοι όταν σε κάποια ηλικία αποκτούν παιδιά αποφασίζουν ότι το περιβάλλον της Κυψέλης και των Εξαρχείων είναι εντελώς ανάρμοστο για το μεγάλωμα των παιδιών τους. Ξαφνικά ανακαλύπτουν το «νέφος» και τα παιδιά των μεταναστών που υποβαθμίζουν τα δημόσια σχολεία για να παρουσιάσουν στη συνέχεια σαν αυτονόητη επιλογή και λύση ανάγκης τη φυγή τους σε βόρεια και νότια προάστια καθώς και την εγγραφή των βλασταριών τους στον Κωστέα-Γείτονα. ΄Ετσι, οι χθεσινοί μπαρόβιοι και τα προχθεσινά φρικιά μεταλλάσσονται και αποκτούν ένα προφίλ επί της ουσίας πολύ κοντινό προς αυτό του συντηρητικού οικογενειάρχη, αντικειμένου, μέχρι πριν λίγο καιρό, της χλεύης τους.
Κάτι άλλο που διαφοροποιεί ουσιωδώς το προάστιο από το άστυ είναι οι χρήσεις της γης. Η πόλις αγαπά το ανακάτεμα, τόσο με την έννοια της ανάμιξης όσο και της αταξίας. Για την ακρίβεια, δημιουργεί δικές της μορφές τάξης με συγκεντρώσεις και ομαδοποιήσεις που ακολουθούν τις πρακτικές ανάγκες και τις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων. Έτσι, για παράδειγμα, περπατώντας κανείς στην οδό Αθηνάς, ενώ με μια πρώτη ματιά αισθάνεται ότι βρίσκεται στο κατ’ εξοχήν σημείο συνάντησης ετερόκλητων στοιχείων της πόλης (τα μαντζούνια και τα βότανα παρέα με υγράλατο μπακαλιάρο, Καζαντζίδη σε βινύλιο και θυμιάματα για το εικονοστάσι), αν παρατηρήσει λίγο πιο προσεκτικά θα εκπλαγεί από την στρατιωτική σχεδόν τάξη με την οποία είναι παραταγμένα τα εμπορικά με τα ηλεκτρικά εργαλεία, τα υδραυλικά, τα χρώματα και πιο πέρα, στην οδό Βύσσης, τα «πομολάδικα». Αντίστοιχα, μαζεμένα για τους ίδιους πρακτικούς λόγους είναι σε άλλες γειτονιές τυπογραφεία και βιβλιοδετεία, προμηθευτές χαρτιού, υφασματάδικα. Η πόλη μοιάζει άναρχη αλλά δεν είναι. Και δεν είναι διότι η ίδια η ζωή είναι αδύνατη χωρίς έναν ελάχιστο βαθμό τάξης, κανόνα από τον οποίον δεν εξαιρείται ούτε και η ατίθαση Αθήνα.
Το προάστιο, από την άλλη πλευρά, αντιπαθεί σφόδρα αυτό το ανακάτεμα. Επιθυμεί μία καθαρή διάκριση χρήσεων και δραστηριοτήτων στο χώρο: εδώ κοιμόμαστε, εκεί ψωνίζουμε, πιο πέρα πίνουμε καφέ, νοικοκυρεμένα πράγματα δηλαδή. Μάλιστα, όσο πιο χαοτική εμφανίζεται η ζωή εντός άστεως, τόσο μεγιστοποιείται η ανάγκη για ένα τέτοιο νοικοκύρεμα εντός προαστίου. Αυτό το είδος τάξης, αν το σκεφτεί κανείς, καθιστά τη ζωή πιο προβλέψιμη, άρα πιο απλή, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στην έκπληξη και το τυχαίο καθώς και σε ό,τι μπορεί να προκύψει από αυτά. Είναι σαν να ησυχάζει το μυαλό και η ψυχή των ανθρώπων. Σε τούτο το χαρακτηριστικό γνώρισμα του προαστίου βλέπω τον πλέον σημαντικό παράγοντα που το καθιστά ελκυστικό στην προτίμηση μίας τόσο μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, της οποίας, μάλιστα, η σύνθεση παρουσιάζει εντυπωσιακό κοινωνικό εύρος.
Αν, λοιπόν, υπάρχει κάτι πολύτιμο που κατ’ εξοχήν προσφέρει το προάστιο στους ετερόκλητους κατοίκους του, αυτό είναι το συγκεκριμένο τούτο είδος τάξης, που σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο μεταγράφεται σε μια αίσθηση ότι υπάρχει αέρας αρκετός για ν’ αναπνέει κάθε μικρή καθημερινή εμπειρία.
Κάτι ακόμη που έλκει τους ανθρώπους προς το προάστιο είναι ο αυξημένος βαθμός ελευθερίας έκφρασης και επιλογής που τους παρέχει. Αντί της σταθερής και μόνιμης υψηλής πυκνότητας του άστεως, ο κάτοικος του προαστίου έχει τη δυνατότητα να επιλέγει κατά τις διαθέσεις του το περιβάλλον όπου θα κινηθεί, οπότε και να ορίζει κάθε φορά εκ νέου τη σχέση που επιθυμεί να έχει με το άστυ. Έτσι, λοιπόν, παρατηρεί κανείς λογής-λογής τρόπους βίωσης του προαστίου από τους κατοίκους του: υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν απομακρύνονται σχεδόν ποτέ από αυτό, άλλοι που το χρησιμοποιούν αποκλειστικά για τον ύπνο τους και το Σαββατοκύριακο κι άλλοι που στεγάζουν εκεί τις πιο καθημερινές δραστηριότητες αφήνοντας για το ‘κέντρο’ τις γραφειοκρατικές δουλειές, την ενημέρωση (η χαρακτηριστική βόλτα για βιβλία, δίσκους) και μέρος της διασκέδασης.
Στην ενότητα της ελευθερίας έκφρασης υπάγεται και το είδος της σχέσης με το αυτοκίνητο που ευνοεί η ζωή στο προάστιο. Το ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο, κατ’ εξοχήν σύμβολο ευζωίας και ευμάρειας στην νεοελληνική κοινωνία, πού αλλού θα μπορούσε να αποθεωθεί περισσότερο από ό,τι στο πλαίσιο της ανθρωπογεωγραφίας του προαστίου. Ωθούμενοι είτε από πρακτική ανάγκη, είτε από επιθυμία επίδειξης και αυτοπροβολής στον περίγυρο –ένα είναι σίγουρο- οι κάτοικοι των προαστίων μπορούν να εναγκαλίζονται το τετράτροχο αντικείμενο του πόθου τους όποτε και όσο το θελήσουν, έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει με περισσή άνεση τον απαραίτητο χώρο στάθμευσης, αντικείμενο πόθου, αντιστοίχως, για τους συμπολίτες τους της Κυψέλης και του Παγκρατίου.
Το «ευκόλως ατίθασο» πνεύμα των νεοελλήνων, επενδεδυμένο με τον μανδύα των αυτονοήτων γνωρισμάτων της φυλής και χαρακτηριστικώς εκδηλούμενο στην άρνηση υποταγής τους σε κάθε είδους κανόνα, βρίσκει εύλογα προνομιακό πεδίο έκφρασης στο χώρο του προαστίου. Και τούτο διότι στη διαμόρφωση του εν λόγω χώρου οι φορείς αυτού του πνεύματος μπορούν να συμμετέχουν ενεργά, υπογραμμίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητά τους μέσα από την ανάπτυξη και την κατάδειξη (αν όχι επιβολή) του προσωπικού τους γούστου. Το άστυ, αντιθέτως, ακόμη κι αν πρόκειται για το άναρχο κλεινόν, επιβάλλει, εξ ορισμού σχεδόν, ένα σημαντικό βαθμό κανονικότητας τον σεβασμό της οποίας του Έλληνος ο τράχηλος δυσκόλως υπομένει.
Όλα τα προάστια, σε όλα τα σημεία του γεωγραφικού και κοινωνικού ορίζοντα, διακρίνονται από ένα προφίλ ευπρέπειας – μικροαστικής-μεγαλοαστικής, δεν έχει σημασία. Αυτός ο καθώς πρέπει χαρακτήρας τους (‘clean’ τον ονόμασα πιο πάνω) τα καθιστά δημοφιλή, ιδίως στο τμήμα εκείνο της κοινωνίας που αποτελείται από οικογενειάρχες. Από αυτή την άποψη, θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον να δει κανείς καταγεγραμμένα τα ποσοστά οικογενειών, εργένικων νοικοκυριών, άτεκνων, παντρεμένων ή συζούντων ζευγαριών στην πόλη και στα προάστια. Διεθνώς φαίνεται πως το προφίλ του κατοίκου του κέντρου των δυτικών μεγαλουπόλεων είναι μάλλον μονήρες κι όταν δεν είναι, τότε κάνουμε λόγο για ιδιότητες και σχέσεις που βρίσκονται στο περιθώριο των συμβατικών προτύπων. Πάντως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι στις κρίσεις μας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ζωή της πόλης διακρίνεται συχνά από σκληρότητα, αν όχι βαρβαρότητα, από την οποία δεν είναι εντελώς παράλογο να επιθυμεί κανείς ως γονέας να προφυλάξει το παιδί του, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε ως ενεργός πολίτης να μάχεται για μια λιγότερο βάρβαρη κοινωνία, άρα και πόλη.
Η διακριτική γοητεία των προαστίων φαίνεται ότι ενισχύεται κι από έναν ακόμη παράγοντα που θέλγει τη νεοελληνική ψυχή, κι ας μου συγχωρεθεί εδώ η χρήση ενός όρου –ψυχή- που αναμφίβολα παραπέμπει σε άλλον αιώνα στοχασμού. Έχω την αίσθηση ότι οι Έλληνες, μην έχοντας ακριβώς μακρά αστική παράδοση, αρέσκονται στη ζωή των προαστίων μεταξύ άλλων κι επειδή οι χώροι αυτοί συντηρούν άρωμα επαρχίας, ανάμνηση, δηλαδή, από τη ζωή είτε στις ιδιαίτερες πατρίδες, είτε εν γένει από μικρότερης κλίμακας κοινότητες. Η μικρότερη αυτή κλίμακα δημιουργεί αίσθημα οικειότητας με τον χώρο, παρουσιάζοντας ένα επιπλέον πλεονέκτημα έναντι της επαρχιακής πόλης, αυτό της σχετικής ανωνυμίας, κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικού του άστεως.
Από αυτή την άποψη, οι Έλληνες, αν και αναδυόμενοι από μία διαφορετική ιστορικοκοινωνική εξέλιξη, φαίνεται να μοιάζουν πολύ με τους άλλους Ευρωπαίους σε αυτό το σημείο, ως προς την προτίμηση, δηλαδή, σε πιο παραδοσιακές μορφές μικρής πληθυσμιακής συγκέντρωσης. Ολόκληρη Ευρώπη, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ένα-δυο σύγχρονες μεγαλουπόλεις έφτιαξε. Στο μεγαλύτερό τους μέρος οι ευρωπαϊκές πόλεις τείνουν να ενσωματώσουν το προαστιακό μοντέλο ανάπτυξης και ζωής, φαντάζοντας σαν γραφικοί επαρχιώτες πλάι στις ασιατικές μητροπόλεις.
Πράγματι, αν κάποιοι στον κόσμο μοιάζουν να μπορούν να εξοικειωθούν ευκολότερα με τις μεγάλες συγκεντρώσεις, αυτοί αναντίρρητα είναι οι Ασιάτες. Κι εκεί, όμως, το πέρασμα στη σύγχρονη αστική συγκέντρωση κατέστη δυνατό μέσα από μία πολύ ιδιαίτερη συνύπαρξη της σφαίρας του ιδιωτικού με το δημόσιο: τα δύο αυτά στοιχεία, στην περίπτωσή τους, δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη διακριτές περιοχές του ανθρώπινου βιώματος, κάτι που επιτρέπει στους ανθρώπους της Μπανγκόκ και του Χονγκ Κονγκ να εργάζονται, επί παραδείγματι, και ταυτόχρονα να μεγαλώνουν τα παιδιά τους ή να αστειεύονται τσιμπολογώντας με τους φίλους τους.
Η πτώση της ποιότητας του δημόσιου χώρου και της ζωής στο κέντρο της πόλης και η συνακόλουθη φυγή των ‘εχόντων και κατεχόντων’ προς τα προάστια αποτελεί, ωστόσο, γενικότερο φαινόμενο στον κόσμο. Όπου το ‘κέντρο’ είναι συνώνυμο της υποβάθμισης, οι κοινωνικές ομάδες που έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν τους όρους διαβίωσής τους απομακρύνονται από αυτό, δημιουργώντας τους μικροκόσμους που τους ταιριάζουν. Κάτι τέτοιο, έτσι, ισχύει σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους πόλεις και κοινωνίες, όπως είναι τα προάστια αναπτυσσόμενων χωρών από τη μία πλευρά, όπου τα ανώτερα στρώματα δεν θέλουν να αναπνέουν τη σκόνη και τη μιζέρια του κέντρου, και η περίπτωση της Φλωρεντίας, από την άλλη, όπου η αντίστοιχη αριστοκρατία, μην αντέχοντας πια την υποβάθμιση που επιφέρει στην πόλη ο μαζικός καθ’ όλον το έτος τουρισμός, εξωθείται σταδιακά στα αισθητικώς υποδεέστερα περίχωρα.
Με όρους, λοιπόν, κοινωνικής ανάλυσης τα αθηναϊκά προάστια, ενώ αναπτύσσονται με βάση την ίδια ακριβώς αφετηρία της υποβάθμισης του κέντρου της πόλης, ωστόσο παρουσιάζουν μία πιο ‘δημοκρατική’ εικόνα, δεδομένου του μη αποκλειστικώς ταξικού χαρακτήρα τους. Έτσι, ενώ άλλη είναι η ταξική αλλά και αισθητική φυσιογνωμία του Ψυχικού από αυτήν της Αργυρούπολης, εν τέλει υπάρχει ένα corpus αξιών και ποιοτήτων που μπορεί να νέμεται και να γεύεται ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας και πάντως περισσότεροι των ολίγων.
Κλείνοντας, με μία κριτική του φαινομένου του προαστίου, θα έλεγα ότι το προάστιο είναι εξ ορισμού υβρίδιο. Προέκυψε από την απληστία των ανθρώπων να συνδυάσουν την αστική συνθήκη με την εξοχική κατάσταση, με σκοπό εν τέλει να καρπώνονται τα οφέλη δύο κόσμων, εκ πρώτης όψεως, ασύμβατων μεταξύ τους.
ΥΓ: Και μια μαρτυρία ενός παιδιού του ‘κέντρου’: Ως πεντάχρονο κοριτσάκι, αρχή-αρχή της δεκαετίας του’70, που συνοδευόμενο από τη μαμά του «πεταγόταν» συχνά-πυκνά ως το τεχνικό γραφείο του μπαμπά στην Αγ.Κωνσταντίνου στην Ομόνοια, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω -στον ορίζοντα τουλάχιστον της παιδικής ηλικίας- γιατί περνώντας μπροστά από πορνοκινηματογράφο της περιοχής κι ενώ προηγουμένως μου είχε υποσχεθεί η μαμά μου πως θα με πήγαινε σινεμά, γιατί λοιπόν αρνείτο το υπεσχημένο και συμφωνημένο (για μένα όλα τα σινεμά ήταν ίδια). Προσπαθώντας να ...εκλογικεύσει την άρνησή της, μου είπε «Μα ξέρεις τι ταινία παίζει αυτό το σινεμά; Τις ‘Βρώμικες Κυρίες’!!». Κι εγώ ωρυόμενη καταμεσής της Ομόνοιας αποκρίθηκα με αυτό που είθισται να αποκαλείται παιδική αφέλεια «Και τι με νοιάζει εμένα αν είναι βρώμικες ή καθαρές οι κυρίες. Εσύ μου υποσχέθηκες να με πας σινεμά»
Από τον τόμο Δίχως όρια, οι αχανείς εκτάσεις των αθηναϊκών προαστίων, Futura, 2002
download