Μείον 6 ώρες και 45 λεπτά
Βαρβάρα Παπαδοπούλου
«Σοφάκι μου, να χαρείς, μη γεννήσεις νύχτα, γλυκιά μου. Δεν μπορώ να βγαίνω από το σπίτι αξύριστος και χωρίς γραβάτα». Αυτό διεμήνυε κάθε τόσο ο Kώστας Παπαδόπουλος στη σύζυγό του, μεταξύ αστείου και σοβαρού, όταν εκείνη μπήκε στο μήνα της.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ ετοιμάζονται να πάνε κινηματογράφο. Λίγο πριν φύγουν από το σπίτι, εκείνος ξεφυλλίζει το τελευταίο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης, στην οποία είναι από χρόνια συνδρομητής. Δεν έχει ακόμα ιδέα πως τούτο ακριβώς το τεύχος θα ήταν και το απολύτως τελευταίο. Όταν κατά τα μεσάνυχτα επιστρέφουν, δεν περνά μιάμιση ώρα που έχουν πέσει για ύπνο και η Σοφία Παπαδοπούλου ξυπνά με τους πρώτους πόνους.
Πονοκοιλώντας στέκεται τώρα όρθια και τον περιμένει στην πόρτα. Της έρχεται πάλι στο μυαλό η παράκλησή του να μην γεννήσει νύχτα κι αναλογίζεται τον εγωισμό που καταλείπει η επιβίωση από το εκτελεστικό απόσπασμα· τους ανθρώπους που από θαύμα γλύτωσαν, στο παρά πέντε, την εκτέλεση στην Κατοχή κι έπειτα τσουβαλιάστηκαν για τη Μακρόνησο. Άνθρωποι γοητευτικοί, γλυκείς, καλλιεργημένοι, άνθρωποι σαν κι αυτόν τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της άνδρα, που ετοιμόγεννη αυτή τώρα στεκόταν και τον περίμενε μέχρι να δέσει σωστά τη γραβάτα του.
Η ώρα είναι δύο και μισή. Οι δρόμοι της ανοιξιάτικης νυχτερινής Αθήνας είναι έρημοι. Ένα ζευγάρι μέσα σ’ ένα γκρι Vauxhall διασχίζει την πόλη με κατεύθυνση κάποιο μαιευτήριο. Τίποτε το ασυνήθιστο δεν φαίνεται να συμβαίνει εκτός από την ίδια την έκτακτη τούτη διαδρομή μέσα στην πόλη με σκοπό έναν τοκετό.
Μπαίνοντας στην οδό Ακαδημίας, ωστόσο, κάτι περίεργο και αναπάντεχο συμβαίνει.
-Παπαδόπουλε, -έτσι συνήθιζε χαϊδευτικά να τον αποκαλεί- τι είναι όλα αυτά τα τανκς, βραδιάτικα;
-Επανάσταση, πουλάκι μου, τι άλλο! αποκρίνεται εκείνος γελώντας ειρωνικά.
Τα τανκς συνεχίζουν να προελαύνουν προς το Σύνταγμα, οργώνοντας το έρημο τοπίο της πόλης.
«Δεν βλέπω γέννα πριν το πρωί», απεφάνθη ο γιατρός. «Εμένα, τότε, δεν με χρειάζεστε, να πάω σπίτι να κοιμηθώ λιγάκι και το πρωί ξαναέρχομαι» λέει ο μέλλων πατέρας. Η ώρα είναι τρεις και μισή.
Στο μαιευτήριο τώρα μένει μόνη η επίτοκος μαζί με τη μικρότερη αδερφή της, δύο πρόσωπα αχώριστα για πολλά χρόνια. Οι νοσοκόμοι της βάρδιας χασμουριούνται και ανοίγουν για συντροφιά ένα τρανζιστοράκι. Εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια ξεπηδούν αναπάντεχα, γεμίζοντας απορία και αμηχανία τον άδειο διάδρομο του μαιευτηρίου.
Η ώρα είναι οκτώ και μισή. Η γυναίκα κάθιδρη βρίσκεται στην τελευταία ώθηση. Το παιδί αβέβαιο πορεύεται μες στο σκοτάδι προς τα έξω. Η ώρα είναι 9 παρά τέταρτο. Τα πνευμόνια του νεογέννητου καίγονται στην πρώτη τους επαφή με το οξυγόνο. Ο αέρας στο δωμάτιο είναι κρύος.
«Κορίτσι! Κορίτσι!» ξεσπάνε φωνές ενθουσιασμού.
«Ελληνικέ Λαέ, από μακρού παριστάμεθα μάρτυρες ενός εγκλήματος, το οποίον διεπράττετο εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και του έθνους μας...... Δεν απέμεινεν πλέον άλλος τρόπος σωτηρίας από την επέμβασιν του Στρατού μας....... Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Βασιλεύς! Ζήτω η αιωνία Ελλάς!»
Η άχαρη αίθουσα τοκετού έχει γεμίσει από ιαχές χαράς, στις χαραμάδες των οποίων τρυπώνουν αποσπάσματα από το διάγγελμα των πραξικοματιών.
Ο Κώστας Παπαδόπουλος είναι και πάλι καθ’ οδόν προς το μαιευτήριο σε μια Αθήνα όπου, στο μεταξύ, έχει απαγορευθεί η κυκλοφορία.
- Στοπ. Πού πάτε κύριε; Δεν τα μάθατε; Κυρήχθηκε επανάστασις!»
- Γέννησε η γυναίκα μου...
- Όλοι σας έχετε μια δικαιολογία!
Θα καταφέρει πια να δει το νεογέννητο παιδί του μόνο το μεσημέρι, για λίγο, στα κλεφτά. Έπειτα φεύγει. Κρύβεται στο σπίτι του αδερφού του στη Νέα Σμύρνη. Σε δυο εβδομάδες συλλαμβάνεται και κρατείται για τέσσερις-πέντε μέρες. Επιστρέφει σπίτι. Ύστερα από λίγο συλλαμβάνεται ξανά. Πάλι κρατητήριο.
Η χαρά της γέννησής του παιδιού στριμώχτηκε και κάτσιασε από την αγωνία και την αβεβαιότητα που έφερε η επόμενη μέρα του πραξικοπήματος: το μικρό γεγονός αντιμέτωπο με το μεγάλο· η μικρή ιστορία που, αν και τσαλαπατημένη και χλωμή, πάλλεται έντονα, όπως η καρδιά του βρέφους, μπροστά στη Μεγάλη Ιστορία των πολλών.
Η μητέρα δεν κατάφερε να θηλάσει το νεογέννητο παρά λίγες μόνο μέρες. Τα πήγαινε-έλα στην Ασφάλεια και το άγχος για το τι ξημερώνει της έκοψαν το γάλα και χώρισαν πολύ νωρίς το παιδί από τη μάνα. Όλοι, αλλά κυρίως οι δύο γονείς, είχαν να το λένε πως ήταν το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου. Δεν έκλαψε ούτε μια νύχτα. «Δώρο του Θεού» το φώναζε ο πατέρας του, που απρόθυμα βρέθηκε να αποκτά άλλο ένα παιδί στα πενήντα του.
Χρόνια πήρε στην ενήλικη, πλέον, κόρη για να καταλάβει ότι εκείνη η ησυχία του νεογέννητου δεν ήταν παρά παρά ενστικτώδης πράξη αυτοσυντήρησης. Ο φόβος και η ένταση στο σπίτι δεν άφηνε περιθώριο για την πολυτέλεια του κλάματος. Με ενδιαφέρον έμαθε αργότερα πως στη σκληροτράχηλη περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας, η Κίνα ήταν ένας τόπος που μετά δυσκολίας άκουγε κανείς παιδικό κλάμα. Ενώ, Ο Κέρουακ, από την άλλη, θα έγραφε για την Αμερική πως [...] και στην Αϊόβα, το ξέρω, τα παιδιά τώρα θα κλαίνε σ΄αυτή τη χώρα όπου αφήνουν τα παιδιά τους να κλαίνε [...].
Για πολύ καιρό αργότερα η μικρή θα ήταν γνωστή στους οικογενειακούς φίλους περισσότερο ως Χουντίτσα παρά με το πραγματικό της όνομα. Η σύμπτωση της γενέθλιας επετείου με την αποφράδα μέρα του 1967 επρόκειτο στο εξής να τη συνοδεύει ως μια μυθολογία που ποτέ δεν επέλεξε. Θα ήταν το πρόχειρο ανέκδοτο στις παρέες και στις δημόσιες υπηρεσίες. Στους μεγαλύτερούς της φίλους η αναφορά στο γεγονός θα προκαλούσε με παβλοφικό, σχεδόν, τρόπο, αυθόρμητες αφηγήσεις. Αμέτρητες αφηγήσεις, ικανές να αποτελέσουν την εναλλακτική ιστορία της 21ης Απριλίου των ανωνύμων.
download