Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι δικοί μας άνθρωποι. Με ένα μυστικό, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, καθίστανται οικείοι μας και παραμένουν τέτοιοι για πάντα. Και ως καλλιτέχνες θα πρέπει να εννοήσουμε όλους όσους με το έργο τους μας ξέπλυναν τα μάτια και αντιληφθήκαμε τον κόσμο πρωτόγνωρα και αλλιώτικα: εικαστικούς, συνθέτες, πιανίστες, αρχιτέκτονες, ποιητές, συγγραφείς αλλά και επιστήμονες που ασκούν την επιστήμη τους σαν τέχνη.
Η ζωή μας είναι δεμένη με αυτούς τους ανθρώπους κι εκείνοι αντίστοιχα είναι δεμένοι μαζί μας, καθώς ούτε εμείς θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον εαυτό μας έξω από τη συνάντησή μας μαζί τους αλλά ούτε κι εκείνοι θα υπήρχαν, ούτως ειπείν, έξω από τη δική μας πρόσληψη. Η μέθεξη που συμβαίνει στο πλαίσιο της εκάστοτε καλλιτεχνικής εμπειρίας είναι ένα μία κατάσταση με διάρκεια, με ηχώ που πάλλεται σε βάθος χρόνου, η οποία συναντιέται και διαπλέκεται με άλλες «αδερφές δονήσεις» σμιλεύοντας το εσωτερικό μας τοπίο και διαμορφώνοντας, εν τέλει, αυτό που είμαστε.
ΙΙ
Ίσως η σχέση όσων πιστεύουν με το Θεό να είναι ουσιαστικά μια σχέση σαν κι εκείνη που μπορεί να έχει κανείς με τον Ντοστογιέφσκι, τον Μπαχ (αλλά και τον Γκουλντ ή τον Καζάλς), τον Σαίξπηρ, τον Καραβάτζιο, Δεν είναι τυχαίο που ο Θεός αναφέρεται πάντα ως «Δημιουργός», «Πλάστης», «Κτίστης», που φέρεται να φανερώνεται μέσα από τη δημιουργία του, άρα η σχέση μαζί του να συνάπτεται ως σχέση με το έργο του.
Η ποιότητα και η ένταση της σχέσης μεταξύ δημιουργού και «αναγνώστη» οφείλεται στη δυναμική του ίχνους που αφήνει η καλλιτεχνική εμπειρία. Η συνάντησή μας με έναν καλλιτέχνη μέσω του έργου του αφήνει μέσα μας αποτυπώματα· σαν από πατουσάκια σε λεπτό αφράτο χώμα, που σχηματίζουν ποικίλα μονοπάτια. Αυτό είμαστε μέσα μας: ίχνη από πατουσάκια, άλλα πιο έντονα χαραγμένα κι άλλα λιγότερο, εκτεθειμένα, κάθε φορά, στον άνεμο της καινούριας εμπειρίας που θα φυσήξει και είτε θα του αντισταθούν μένοντας άφθαρτα είτε θα ζυμωθούν μαζί του αλλάζοντας μορφή.
Είναι, δε, η σχέση αυτή μια κατάσταση αέναης συνομιλίας. Μιας συνομιλίας που εκτυλίσσεται εσωτερικά σε ακανόνιστο χρόνο, ούτε ευθύγραμμο ούτε κυκλικό, ίσως περισσότερο σπειροειδή ή τεθλασμένο. Οι κρυφοί αυτοί διάλογοι με τους δημιουργούς μοιάζουν με εκείνες τις αόρατες συζητήσεις μεταξύ αόρατων συνομιλητών που μας δίνουν την εντύπωση καμιά φορά ότι γίνονται σε δύο αντικριστά άδεια παγκάκια ή τρεις κενές καρέκλες τοποθετημένες σε κύκλο καταμεσής ενός αχανούς πάρκου, πάνω σε μια χλοερή του πλαγιά.
Με αυτόν τον τρόπο, ονόματα, μουσικές, εικόνες στοιχειώνονται. Το όνομα Ντούνια θα είναι αιώνια συνδεδεμένο με την αδερφή του Ρασκόλνικοβ, θα υπάρχει μέσα από την περιγραφή του βλέμματος, της κορμοστασιάς και του ψυχικού μεγέθους της ντοστογιεφσκικής ηρωίδας. Ο πρίγκιπας Μίσκιν θα μας θυμίζει πάντα με υπερκόσμια απλότητα και φωτεινότητα την υπέρβαση της ανθρώπινης μικρότητας. Η λέξη rosebud θα ανακαλεί πάντα το υπαρξιακό αίνιγμα του Πολίτη Καίην. Ακόμη και το πασίγνωστο, αφ’ εαυτού, βαλς του Δουνάβεως μπορεί να είναι αδιανόητο έξω από το συσχετισμό του με τις σκηνές της αιώρησης των διαστημοπλοίων στο διάστημα, την υπέροχη εκείνη χορογραφία στο σύμπαν που έστησε ο Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του Διαστήματος.
ΙΙΙ
Μέσα στη σύγχρονη θύελλα της καλλιτεχνικής παραγωγής αλλά και κάτω από το βάρος ενός ογκώδους πλέον καλλιτεχνικού παρελθόντος, τείνουμε να ξεχάσουμε την αυθεντική συγκίνηση. Αυτήν που αφήνει μέσα μας αποσπάσματα από αποκαλυπτικές στιγμές, κάψουλες συγκίνησης και στοχασμού τις οποίες εντάσσουμε στον σκληρό μας δίσκο και που αναδιατάσσουμε, εμπλουτίζουμε και τροποποιούμε κατά τη διαδικασία της εσωτερικής μας ανάπτυξης και ωρίμανσης.
Σε μια εποχή που συχνά γίνεται συζήτηση σχετικά με την απουσία κριτηρίων στην αξιολόγηση της τέχνης, είναι χρήσιμο να θυμίσουμε στους εαυτούς μας την εμπειρία αυτής της αυθεντικής συγκίνησης, αυτής που μας αλλάζει και μας συνταράζει, αυτής που μας ενώνει με τους δημιουργούς και μας κάνει να τους αισθανόμαστε σαν δικούς μας ανθρώπους. Μήπως τελικά αυτή η εγγύτητα και η οικειότητα είναι το μόνο ασφαλές κριτήριο αποτίμησης του καλλιτεχνικού έργου και του δημιουργού του;